παννύχιοι

παννύχιοι
παννύχιος
all night long
masc nom/voc pl
παννύχιος
all night long
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • JALEMUS — Calliopae fil. infelix, nulliusque pretii homo, praesertim in cantu supra modum frigidus, unde pro cantilena lugubri poni solet. Apollon. Arg. l. 4. Παννύχιοι ἐλεεινὸν Ι᾿ήλεμον ὠδύραντο. Athen. l. 14. p. 619. Ε᾿νγάμοις Υ᾿μένναιος εν δὲ πένθεσιν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”